ακηδία < ελληνιστική κοινή ἀκηδία / ἀκηδεία < ἀκήδεια < αρχαία ελληνική ἀκηδής < ἀ- + κῆδος (φροντίδα) Πρόκειται για μία αρχαία ελληνική λέξη που δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά πλέον. Ακηδία είναι η αθυμία και…
Για να έχεις την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης αυτή η σελίδα χρησιμοποιεί cookies. Με το να συνεχίσεις την πλοήγησή σου συναινείς με τη χρήση τους.